-
1 πανσέληνος
A at the full,ἡ σελήνη ἐτύγχανε οὖσα π. Th.7.50
; κύκλος π. the moon's full orb, E. Ion 1155;τὰς νύκτας τὰς π. Arist.HA 622b27
.2 ἡ πανσέληνος (sc. ὥρα) the time of full moon, Hdt.2.47, 6.120, Ar.Ach.84; τὰν αὔριον π. (s. v.l.) at to-morrow's full moon, S.OT 1090 (lyr.): without the Art.,πανσέληνος A.Th. 389
, And.1.38; ταῖς πανσελήνοις or ἐν ταῖς π. at the seasons of full moon, Arist.HA 544a20, 555a10, cf. Stoic.1.34; πανσέληνον, τό, Apollon.Mir.36.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανσέληνος
-
2 πανσεληνος
Iредко πασσέληνος 2полнолунный, озаренный полной луной(νύξ Arst.)
ὅ π. κύκλος Eur. и ἥ π. σελήνη Thuc. — полная луна;τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. — полное затмение луныIIἥ1) (sc. ὥρα) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.2) (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut. -
3 πανσέληνος
πανσέληνοςat the full: masc /fem nom sg -
4 πανσέληνος
παν-σέληνος, vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes; ἡ πανσέληνος, der Vollmond; νύξ, Vollmondsnacht. Auch χρυσίς, ganz rund -
5 πανσέληνος
η полнолуние -
6 πανσέληνος
[пансэллинос] ουσ. Θ. полнолуние,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πανσέληνος
-
7 πανσέληνος
[пансэллинос] ουσ θ полнолуние. -
8 απόψε είναι πανσέληνος
-
9 πανσέληνον
πανσέληνοςat the full: masc /fem acc sgπανσέληνοςat the full: neut nom /voc /acc sg -
10 πανσελήνοις
πανσέληνοςat the full: masc /fem /neut dat pl -
11 πανσελήνου
πανσέληνοςat the full: masc /fem /neut gen sg -
12 πανσελήνους
πανσέληνοςat the full: masc /fem acc pl -
13 πανσελήνων
πανσέληνοςat the full: masc /fem /neut gen pl -
14 πανσέληνα
πανσέληνοςat the full: neut nom /voc /acc pl -
15 πανσέληνε
πανσέληνοςat the full: masc /fem voc sg -
16 πανσέληνοι
πανσέληνοςat the full: masc /fem nom /voc pl -
17 πασσέληνος
πανσέληνοςat the full: masc /fem nom sgπασσέληνοςmasc /fem nom sg -
18 παν-σέληνος
παν-σέληνος, vollmondlich; ἡ πανσέληνος, sc. ὥρα, die Zeit des Vollmondes, Ar. Ach. 84; Her. 2, 47. 6, 106. 120; Andoc. 1, 38 u. A.; ἡ πανσέληνος, der Vollmond, Aesch. Spt. 371; Soph. O. R. 1090; Plat. Epin. 990 b; κύκλος, Eur. Ion 1155; σελήνη, D. C. 40, 25; νύξ, Vollmondsnacht, Arist. H. A. 10, 38 u. Sp. Auch χρυσίς, ganz rund, Hermipp. b. Ath. XI, 502 e.
-
19 πασσεληνος
-
20 Moon
subs.P. and V. σελήνη, ἡ, V. μήνη, ἡ, Ar. σεληναία, ἡ.Full moon: P. and V. πανσέληνος, ἡ, V. κύκλος πανσέληνος, ὁ.He said was full moon: P. (ἔφη) εἶναι πανσέληνον (Andoc. 6).New moon: Ar. and P. νουμηνία, ἡ.——————See Selene.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Moon
См. также в других словарях:
πανσέληνος — at the full masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… … Dictionary of Greek
Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… … Dictionary of Greek
πανσέληνος — η το φεγγάρι με τη μεγαλύτερη φωτισμένη επιφάνεια, αλλ. γεμάτο ή ολόγιομο φεγγάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πανσέληνον — πανσέληνος at the full masc/fem acc sg πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνοις — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνου — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνους — πανσέληνος at the full masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνων — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσελήνῳ — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέληνα — πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)