Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡ πανσέληνος

См. также в других словарях:

  • πανσέληνος — at the full masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέληνος — (Aστρov.). Η Σελήνη σε πλήρη κύκλο, γεμάτο φεγγάρι, ολόγιομο φεγγάρι. Η φάση της Σελήνης κατά την οποία φαίνεται από τη Γη σαν τέλειος κυκλικός δίσκος, όσες φορές ο δορυφόρος βρίσκεται σε αντίθεση με τον Ήλιο και επομένως φωτίζεται ολόκληρο το… …   Dictionary of Greek

  • Πανσέληνος, Μανουήλ — Βυζαντινός ζωγράφος από τη Θεσσαλονίκη που έζησε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αι. και ζωγράφισε τις περίφημες τοιχογραφίες του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Είναι ο πιο γνωστός Έλληνας ζωγράφος των μεσαιωνικών χρόνων και… …   Dictionary of Greek

  • πανσέληνος — η το φεγγάρι με τη μεγαλύτερη φωτισμένη επιφάνεια, αλλ. γεμάτο ή ολόγιομο φεγγάρι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πανσέληνον — πανσέληνος at the full masc/fem acc sg πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνοις — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνου — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνους — πανσέληνος at the full masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνων — πανσέληνος at the full masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσελήνῳ — πανσέληνος at the full masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανσέληνα — πανσέληνος at the full neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»